επικερτομώ

επικερτομώ
ἐπικερτομῶ, -έω (Α)
1. χλευάζω, ειρωνεύομαι, περιπαίζω («τὸν δ’ ἐπικερτομέων προσέφης», Ομ. Ιλ.)
2. πειράζω κάποιον, αστειεύομαι με κάποιον
3. επιπλήττω («ἧκεν ἐπικερτομήσων αὐτούς τῆς ἀβουλίας», Αγαθίας)
4. εξαπατώ, ξεγελώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-κέρτομος «εμπαικτικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικερτομῶ — ἐπικερτομέω mock pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπικερτομέω mock pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπικερτομέω mock pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπικερτομέω mock pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπικερτομώ — έω, Α προσβάλλω με πειρακτικούς λόγους, χλευάζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικερτομῶ «χλευάζω, περιπαίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”